βαθουλωτός

From LSJ

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό βαθουλός
αυτός που έχει λίγο βάθος.