βαλτόνερο

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source

Greek Monolingual

και βαλτονέρι, το
το νερό του βάλτου, νερό που λιμνάζει.