βαρβαρότροπος

From LSJ

εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος → in the name of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit

Source

Greek (Liddell-Scott)

βαρβαρότροπος: -ον, ὁ βαρβαρικοὺς ἔχων τρόπους, Μανασσ. Χρον. 3999.

Greek Monolingual

βαρθαρότροπος, -ον (Μ)
αυτός που έχει βάρβαρους τρόπους, ο άξεστος.