βασιλικότερος

From LSJ

τοὐλεύθερον γὰρ ὄνομα παντὸς ἄξιον → the titlefree' is worth everything

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM βασιλικώτερος, -α, -ον)
νεοελλ.
φρ. «βασιλικότερος του βασιλέως» — πιο βασιλικός κι απ' τον ίδιο τον βασιλιά.