βατραχένιος

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source

Greek Monolingual

-α, -ο
αυτός που αναφέρεται ή ταιριάζει σε βάτραχο.