βελονογλωσσικός

From LSJ

Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell

Menander, Monostichoi, 358

Greek Monolingual

-ή, -ό
ανατ. φρ. «βελονογλωσσικός μυς» — ένας από τους μύες της γλώσσας που εκφύεται από τη βελονοειδή απόφυση του κροταφικού οστού.