βοθρίον
English (LSJ)
τό, Dim. of βόθρος,
A small trench, to set plants in, Gp.8.18.2, Alciphr.3.13.
II small ulcer, Hp.Liqu.6.
2 in plural, sockets of the teeth, Gal.2.754.
Spanish (DGE)
-ου, τό
1 agr. clota para plantar olivos, Alciphr.2.10.1, Gp.8.18.2.
2 medic. pequeña úlcera en la córnea del ojo, Hp.Liqu.6, Gal.19.434, Aët.7.2, 29, Paul.Aeg.3.22.21.
3 plu. alveolos en que se encuentran alojados los dientes, Gal.2.754.
German (Pape)
[Seite 452] τό, dim. von βόθρος, Sp.; auch βοθρίσκος, Eustath.
Greek (Liddell-Scott)
βοθρίον: τό, ὑποκορ. τοῦ βόθρος, Γεωπ. 8. 12, 2. ΙΙ. ἕλκος τοῦ κερατοειδοῦς χιτῶνος κοῖλον περιφερὲς ὡς τὸ τρῦμα βελόνης, Ἱππ. 427. 22.