Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
βοθριάζω (Μ)καταβαραθρώνω, χαντακώνω·[ΕΤΥΜΟΛ. < βοθρίο(ν) ή < βόθρυς].