βοιωτικός
From LSJ
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 beocio, de Beocia, ἀποικία Str.9.2.5, πόλεμος D.S.14.81, Plu.Lys.27, πόλις St.Byz.s.u. Κῶπαι
•subst. Βοιωτικά Historia de Beocia tít. de una obra de Aristófanes de Beocia, Aristoph.Boeot.3.
2 adv. -ῶς en dialecto beocio, EM 224.36G., 632.51G., 823.55G.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM βοιωτικός, -ή, -όν, Α και βοιωτιακός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Βοιωτία.