ἔνθα μὲν οὔτε βοῶν οὔτ' ἀνδρῶν φαίνετο ἔργα → from there no works of men or oxen appeared
βοοσχήμων: -ονος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων σχῆμα βοὸς (ἐπὶ τοῦ Ναβουχοδονόσορος) Ν. Χωνιάτ. σ. 464. 8 (ἐκδ. Βόννης).
βοοσχήμων, ο, η (Μ)εκείνος που έχει σχήμα βοδιού.