βοοσχήμων

From LSJ

ἀλωπεκίζω πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα → Greek meets Greek | with the fox, be a fox

Source

Greek (Liddell-Scott)

βοοσχήμων: -ονος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων σχῆμα βοὸς (ἐπὶ τοῦ Ναβουχοδονόσορος) Ν. Χωνιάτ. σ. 464. 8 (ἐκδ. Βόννης).

Greek Monolingual

βοοσχήμων, ο, η (Μ)
εκείνος που έχει σχήμα βοδιού.