βοσπορανός

From LSJ

κραδία δὲ φόβῳ φρένα λακτίζει → my heart knocks at my ribs

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM βοσπορηνός, -ή, -όν, Α και βοσπορανός)
ο βοσπόρειος.