βοσπόρειος

From LSJ

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βοσπόρειος Medium diacritics: βοσπόρειος Low diacritics: βοσπόρειος Capitals: ΒΟΣΠΟΡΕΙΟΣ
Transliteration A: bospóreios Transliteration B: bosporeios Transliteration C: vosporeios Beta Code: bospo/reios

English (LSJ)

ον, v. βόσπορος.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM βοσπόρειος και βοσπόριος, -ον)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Βόσπορο ή προέρχεται απ' αυτόν.