βοστρυχοῦμαι

From LSJ

τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'

Source

Spanish (DGE)

rizarse el pelo, Ach.Tat.1.19.1.

Greek Monolingual

βοστρυχοῦμαι (βοστρυχόομαι) (AM) βόστρυχος
έχω ή αποκτώ βοστρύχους.