τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'
rizarse el pelo, Ach.Tat.1.19.1.
βοστρυχοῦμαι (βοστρυχόομαι) (AM) βόστρυχοςέχω ή αποκτώ βοστρύχους.