βοτέομαι

From LSJ

μέχρι δὲ τούτου θεοῖσι εἰδέναι χάριν → but until that time he should feel gratitude to the gods

Source

German (Pape)

[Seite 455] = βόσκομαι, Nic. Th. 394; frg. Ath. XV, 683 f.

Greek (Liddell-Scott)

βοτέομαι: βόσκομαι, Νίκ. Θ. 394.

Greek Monolingual

βοτέομαι (Α) βοτόν
βόσκομαι.