βουλευτίς

From LSJ

ἀεὶ δ' ἀρέσκειν τοῖς κρατοῦσιν → always try to please your masters, always be obsequious to the masters

Source

German (Pape)

[Seite 457] ίδος, fem. zu βουλευτής, Plat. com. bei E. M. 595, 40.

Greek (Liddell-Scott)

βουλευτίς: -ίδος, ἡ, θηλ. τοῦ βουλευτής, Αἰσχύλ. (ἢ Πλάτ. Κωμ. Ξαντρ. 3) ἐν τῷ Ἐτυμ. Μ. 595. 40· ἴδε Λοβ. Φρύν. 256.