βούνευρο

From LSJ

Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν → Linguae modum tenere praecipuum puta → Zumeist die Zunge such' zu zügeln überall | Zumeist bezäme deine Zunge überall

Menander, Monostichoi, 80

Greek Monolingual

βούνευρο, το (Μ βούνευρον)
1. μαστίγιο από δέρμα βοδιού
2. το γεννητικό μόριο του ταύρου, που χρησιμοποιείται ως μαστίγιο.