βραχυεπῶς

From LSJ

ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping

Source

German (Pape)

[Seite 462] mit kurzen Worten, Iustin. M.

Spanish (DGE)

adv. en pocas palabras ἀκούσατε τῶν β. εἰρημένων Iust.Phil.1Apol.49.6, β. πρὸς τοῦτο ἀποκρινοῦμαι Iust.Phil.2Apol.9.1.