βρισιά

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source

Greek Monolingual

και βριξιά, η
υβριστικός λόγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. βρισιά < μσν. υβρισία < ύβρισα, αόρ. του υβρίζω
βριξιά < έβριξα, διαλεκτικός τύπος αορίστου του βρίζω.