βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
(-άω) (Α βυθῶ, -άω) βυθόςβρίσκομαι στον βυθό.