γέμιση
From LSJ
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
Greek Monolingual
η
1. το να γεμίζει κανείς κάτι με κάτι άλλο
2. στρατ. το να βάζει κανείς πυρομαχικά στον σωλήνα του πυροβόλου ή φυσίγγια στην κάννη του όπλου
3. το παρασκεύασμα, το υλικό με το οποίο παραγεμίζονται διάφορα κηπευτικά (ντομάτες, μελιτζάνες), πουλερικά ή πίτες
4. φρ. «η γέμιση του φεγγαριού» — η βαθμιαία ολοκλήρωση του σεληνιακού δίσκου μέχρι την πανσέληνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γεμίζω. Η λ. γέμισις μαρτυρείται στον Κωνστ. Παπαρρηγόπουλο].