γαιοτρεφής
From LSJ
Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn
German (Pape)
[Seite 470] ές, von der Erde genährt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
γαιοτρεφής: -ές, ὑπὸ τῆς γῆς ἢ ἐκ τῆς γῆς τραφείς, Συνέσ. 340D.
Spanish (DGE)
-ές
nutrido por la tierra, de donde fig. ligado a la tierra, terrenal ζωὰν τὰν γαιοτρεφῆ Synes.Hymn.2.282.
Greek Monolingual
γαιοτρεφής, -ές (Α)
αυτός που τρέφεται από τη γη.