γαιοτρεφής

From LSJ

Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn

Menander, Monostichoi, 529

German (Pape)

[Seite 470] ές, von der Erde genährt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

γαιοτρεφής: -ές, ὑπὸ τῆς γῆς ἢ ἐκ τῆς γῆς τραφείς, Συνέσ. 340D.

Spanish (DGE)

-ές
nutrido por la tierra, de donde fig. ligado a la tierra, terrenal ζωὰν τὰν γαιοτρεφῆ Synes.Hymn.2.282.

Greek Monolingual

γαιοτρεφής, -ές (Α)
αυτός που τρέφεται από τη γη.