γαλακτοπαραγωγή
From LSJ
Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt
η
η παραγωγή γάλακτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα (-κτος) + παραγωγή. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Ραϊνόλδο Δημητριάδη].