γλακτοφάγος
τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies
English (LSJ)
[ᾰ], ον, shortened for γαλακτ-, living on milk, Il.13.6: Γλακτοφάγοι, οἱ, Scythian people, Hes.Fr.54.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-φᾰ-]
que se alimenta de leche epít. de algunos pueblos Ἱππημολγοί Il.13.6, de los escitas, Hes.Fr.151, γλακτοφάγων βρεφέων Pamprepius 3.174, cf. γαλακτοφάγος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui vit de lait.
Étymologie: γάλα, φαγεῖν.
German (Pape)
für γαλακτοφάγος, Milch essend, Il. 13.6, ἅπαξ εἰρημ. – Hes. bei Strab. 7 p. 302 frgm. Göttl. 189.
Russian (Dvoretsky)
γλακτοφάγος: питающийся молоком (Ἄβιοι Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
γλακτοφάγος: [ᾰ], -ον, συγκεκομ. ἀντὶ γαλακτ-, ὁ διὰ γάλακτος τρεφόμενος, ζῶν, Ἰλ. Ν. 6· ἐντεῦθεν οἱ Γλακτοφάγοι, λαὸς Σκυθικὸς ποιμενικός, Ἡσ. Ἀποσπ. 16· πρβλ. γαλακτοπότης.
English (Autenrieth)
(φαγεῖν): living on milk, Il. 13.6†.
Greek Monolingual
γλακτοφάγος, -ον (Α)
1. ο γαλακτοφάγος, αυτός που ζει με γάλα
2. (πληθ. ως ουσ.) οι Γλακτοφάγοι
σκυθικός λαός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλακτ- (πρβλ. γλακτοτρόφος) + -φαγος < (θ.) φαγ-, έφαγον, αόρ. β' του εσθίω (βλ. και λ. γάλα)].
Greek Monotonic
γλακτοφάγος: [ᾰ], -ον (φαγεῖν), συγκεκ. τύπος του γαλακτο-, αυτός που τρέφεται, ζει με το γάλα, σε Ομήρ. Ιλ.