γαλακτόρρυτος

Greek Monolingual

γαλακτόρρυτος, -ον (Α)
αυτός από τον οποίο ρέει γάλα («γαλακτόρρυτοι κρῆναι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα (-κτος) + -ρρυτος < ρυτός < ρέω (πρβλ. αιμόρρυτος, μελίρρυτος)].