γαλακτότητα

From LSJ

ἐν τυφλῶν πόλεϊ γλαμυρός βασιλεύει → in the land of the blind, the one-eyed man is king

Source

Greek Monolingual

η
1. η ιδιότητα του γάλακτος ή άλλου γαλακτώδους υγρού
2. η ποσοτική αναλογία του γάλακτος που περιέχεται σε κάποιο υγρό.