γαλαντλία
From LSJ
Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert
Greek Monolingual
η
1. ειδικό θήλαστρο με το οποίο γίνεται αναρρόφηση του γάλακτος από τους μαστούς, κυρίως όταν πάσχουν από ραγάδες της θηλής
2. όργανο για το άρμεγμα τών αγελάδων.