γαλαντλία

From LSJ

Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert

Menander, Monostichoi, 427

Greek Monolingual

η
1. ειδικό θήλαστρο με το οποίο γίνεται αναρρόφηση του γάλακτος από τους μαστούς, κυρίως όταν πάσχουν από ραγάδες της θηλής
2. όργανο για το άρμεγμα τών αγελάδων.