γαλιά

Greek Monolingual

η (Α γαλέη και γαλῆ, Μ γαλέα)
μικρό ψάρι, σταχτί με μαύρα στίγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο νεοελλ. τ. γαλιά < μσν. γαλέα (με συνίζηση) < αρχ. γαλή].