γαμετόφυτο

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source

Greek Monolingual

το
βοτ. φυτικός οργανισμός που προέρχεται από ένα σπόριο και ο οποίος σχηματίζει τους γαμέτες.