γανάεντες
From LSJ
Ζεὺς γὰρ μεγάλης γλώσσης κόμπους ὑπερεχθαίρει → Zeus hates the boasts of an overweening tongue
German (Pape)
[Seite 473] (wie von γανάεις = γανάοντες), θεούς, feiernd, Aesch. Suppl. 997.
Ζεὺς γὰρ μεγάλης γλώσσης κόμπους ὑπερεχθαίρει → Zeus hates the boasts of an overweening tongue
[Seite 473] (wie von γανάεις = γανάοντες), θεούς, feiernd, Aesch. Suppl. 997.