γανάεντες

From LSJ

Ζεὺς γὰρ μεγάλης γλώσσης κόμπους ὑπερεχθαίρει → Zeus hates the boasts of an overweening tongue

Sophocles, Antigone, 127-128

German (Pape)

[Seite 473] (wie von γανάεις = γανάοντες), θεούς, feiernd, Aesch. Suppl. 997.