γατοουρά

From LSJ

οὐ σμικρὸν παραλλάττει οὕτως ἔχονἄλλως → it makes no small difference if it's this way, or another way

Source

Greek Monolingual

και γατονουρά, η 1. η ουρά της γάτας
2. το φυτό Τριφύλλιον το στενόφυλλον.