γαϊδουρογουστέρα

From LSJ

τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life

Source

Greek Monolingual

η και γαϊδουρογούστερος, ο
μεγάλη γουστέρα, σαύρα κίτρινη ή πράσινη.