γεις

From LSJ

οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife

Source

Greek Monolingual

ο
ο εις, ο ένας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εις, με ανάπτυξη του ουρανικού φθόγγου γ- κατά τη συνεκφορά της λέξεως με το άρθρο (ο εις) εξαιτίας της προφοράς τών δύο διαδοχικών φωνηέντων].