γελοίασμα

From LSJ

οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky

Source

Spanish (DGE)

-ματος, τό broma, chanza Hsch.s.u. ψιά.

Greek Monolingual

γελοίασμα, το (Μ) γελοιάζω
το αστείο.