οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky
-ματος, τό broma, chanza Hsch.s.u. ψιά.
γελοίασμα, το (Μ) γελοιάζωτο αστείο.