γενναιόδωρα

From LSJ

Βροτοῖς ἅπασι κατθανεῖν ὀφείλεται → Reddenda cunctis vita tamquam debitum → Den Tod erleiden schulden alle Sterblichen

Menander, Monostichoi, 69

Translations

generously

Catalan: generosament; Greek: γενναιόδωρα, πλουσιοπάροχα, αφειδώς, άφθονα; Ancient Greek: ἀβαναύσως, ἀφειδείως, ἀφειδέως, ἀφειδῶς, ἀφθόνως, δαψιλέως, δαψιλῶς, δοτικῶς, εὐμεταδότως, μεγαλοδώρως, φιλοδώρως, φιλοτίμως; Esperanto: malavare, grandanime; Finnish: anteliaasti; Galician: xenerosamente; Latin: large; Norman: génétheusement; Polish: hojnie; Portuguese: generosamente; Spanish: generosamente