γεννητικότητα
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
Greek Monolingual
η
βιολ. η ικανότητα για αναπαραγωγή, η αναπαραγωγικότητα.
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
η
βιολ. η ικανότητα για αναπαραγωγή, η αναπαραγωγικότητα.