γερμανόφιλος

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που αγαπά τους Γερμανούς, τον πολιτισμό τους ή ακολουθεί την πολιτική και εξυπηρετεί τα συμφέροντα της Γερμανίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο].