γερμανόφιλος

From LSJ

Ἐχθροῦ παρ' ἀνδρὸς οὐδέν ἐστι χρήσιμον → Inimicus homo nil umquam praestat utile → Von einem Feind kommt niemals etwas Nützliches

Menander, Monostichoi, 166

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που αγαπά τους Γερμανούς, τον πολιτισμό τους ή ακολουθεί την πολιτική και εξυπηρετεί τα συμφέροντα της Γερμανίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο].