γεφυρικός

From LSJ

ἀλωπεκίζω πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα → Greek meets Greek | with the fox, be a fox

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γέφυρα
2. φρ. «γεφυρική ταινία» — μία από τις πρόσθιες νευρικές δεσμίδες της γέφυρας του εγκεφάλου.