γεωμετρητός
From LSJ
Spanish (DGE)
-óν
geométrico λόγοι Procl.in Euc.201.3
•subst. τὰ γεωμετρητά principios geométricos Procl.in Euc.185.26.
Greek Monolingual
-ή, -ό
αυτός που μπορεί να γεωμετρηθεί.
-óν
geométrico λόγοι Procl.in Euc.201.3
•subst. τὰ γεωμετρητά principios geométricos Procl.in Euc.185.26.
-ή, -ό
αυτός που μπορεί να γεωμετρηθεί.