γιαταγάνι

From LSJ

τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'

Source

Greek Monolingual

το
σπαθί ή μαχαίρι τών Αράβων και τών Τούρκων, μακρύ, πλατύ, καμπύλο προς το μέρος της αιχμής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. yatağan].