γιγαντόκτιστος

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source

Greek Monolingual

γιγαντόκτιστος, -ον(Μ)
αυτός που κτίστηκε από γίγαντες, πολύ ισχυρός («πύργον γιγαντόκτιστον»).