γιδοβοσκή

From LSJ

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source

Greek Monolingual

η
1. η χλόη και τα χόρτα τα οποία βόσκουν οι γίδες
2. τόπος κατάλληλος για τη βοσκή γιδιών.