γκέμι

From LSJ

αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point

Source

Greek Monolingual

το
(συνήθως πληθ.) τα γκέμια
Ι. ηνία, χαλινάρια
II. φρ.
1. «βαστάω καλά τα γκέμια» — διευθύνω καλά, επιβάλλομαι απόλυτα
2. βάνει του ψύλλου τα γκέμια» — καταφέρνει τα πάντα, καλλιγώνει τον ψύλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. gem].