γκουβερνάντα
From LSJ
τότ' ἦν ἐγώ σοι πάνθ', ὅτε φαύλως ἔπραττες → At the time you were doing badly, I used to be everything for you (Menander, Woman of Samos 380)
Greek Monolingual
και κουβερνάντα, η
ιδιωτική παιδαγωγός που αναλαμβάνει την ανατροφή μικρών παιδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. gouvernante, θηλ. του gouvernant < gouverner < λατ. guvernare «κυβερνώ, διοικώ»].