γλωσσολάλος

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source

Greek Monolingual

ο
αυτός που μιλάει πολλές γλώσσες, ο γλωσσομαθής.