γλωσσομαθής

From LSJ

κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically

Source

Greek Monolingual

-ές
αυτός που μιλάει ξένες γλώσσες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + -μαθής < μανθάνω. Η λ. μαρτυρείται στον Κ. Ασώπιο].