Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert
-έςαυτός που μιλάει ξένες γλώσσες.[ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + -μαθής < μανθάνω. Η λ. μαρτυρείται στον Κ. Ασώπιο].