ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing
-έςαυτός που συζητάει μετά μανίας γλωσσικά ζητήματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + -μανής < μαίνομαι. Η λ. (γλωσσομανείς, οι) μαρτυρείται από το 1853 στον Ν. Κοριτζά].