γλωσσομανής

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source

Greek Monolingual

-ές
αυτός που συζητάει μετά μανίας γλωσσικά ζητήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + -μανής < μαίνομαι. Η λ. (γλωσσομανείς, οι) μαρτυρείται από το 1853 στον Ν. Κοριτζά].