γλωσσομανής

From LSJ

Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft

Menander, Monostichoi, 265

Greek Monolingual

-ές
αυτός που συζητάει μετά μανίας γλωσσικά ζητήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + -μανής < μαίνομαι. Η λ. (γλωσσομανείς, οι) μαρτυρείται από το 1853 στον Ν. Κοριτζά].