γονά
From LSJ
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
English (Slater)
γονά
a that which is engendered, generation τρίταισιν δἐν γοναῖς ἄμμες αὖ κείνων φυτευθέντες” (P. 4.143)
b that which engenders, seed λέγοντι γὰρ Αἰακόν μιν ὑπὸ ματροδόκοις γοναῖς φυτεῦσαι (N. 7.84) ὁπότ' Ἀμφιτρύωνος ἐν θυρέτροις σταθεὶς ἄλοχον μετῆλθεν Ἡρακλείοις γοναῖς; (sc. Ζεύς) (I. 7.7)
Spanish (DGE)
v. γονή.