γονά

From LSJ

Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίωντὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort

Menander, Monostichoi, 367

English (Slater)

γονά
   a that which is engendered, generation τρίταισιν δἐν γοναῖς ἄμμες αὖ κείνων φυτευθέντες” (P. 4.143)
   b that which engenders, seed λέγοντι γὰρ Αἰακόν μιν ὑπὸ ματροδόκοις γοναῖς φυτεῦσαι (N. 7.84) ὁπότ' Ἀμφιτρύωνος ἐν θυρέτροις σταθεὶς ἄλοχον μετῆλθεν Ἡρακλείοις γοναῖς; (sc. Ζεύς) (I. 7.7)

Spanish (DGE)

v. γονή.