γονυκαμψία

From LSJ

ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil

Source

Greek Monolingual

η
1. κάμψη του γόνατος
2. η κύρτωση τών ποδιών του γονυκαμπούς ίππου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γόνυ + κάμψις (-η)
Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στον Γεώργιο Πιλάβιο].