γοργόνη

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source

Greek Monolingual

η (Α Γοργόνη, Μ γοργόνη)
μσν.- νεοελλ.
η γοργόνα
αρχ.
βλ. Γοργώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) γοργον- του πληθ. Γοργόνες (βλ. λ. Γοργώ), απ' όπου και αιτ. ενικ. Γοργόνα και ον. Γοργών].

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
bot. otro n. del cardo corredor, Cyran.1.7.96, 99, cf. γοργόνιον.