Γοργόνη
From LSJ
Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr
English (LSJ)
ἡ, = Γοργώ, Hdn.Epim.17, Suid.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Alolema(s): Γοργόνα Luc.DMeretr.1.1
Gorgona
1 n. tardío de Gorgo Phys.B 23, Hdn.Epim.17, Zen.1.18, Sud., Sch.Od.11.634
•en el prov. πλόκιον Γοργόνης Apostol.14.38
•plu. αἱ Γοργόναι las Gorgonas Luc.Dom.19.
2 n. de hetera, Luc.DMeretr.l.c.; cf. Γοργώ.
Greek (Liddell-Scott)
Γοργόνη: ἡ, ἰσοδύναμος τύπος τῷ Γοργώ, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. 17, Σουίδ., Σχόλ.